πόδαργος

πόδαργος
(podargus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ποδαργιδών. Πρόκειται για μεγαλόσωμα πουλιά με σχετικά μεγάλο κεφάλι, δυνατό γαμψό ράμφος και άνοιγμα στόματος που φτάνει μέχρι κάτω και πίσω από τα μάτια. Ζουν στα δάση και κατασκευάζουν τις φωλιές τους πάνω στα δέντρα ή μέσα στις κουφάλες τους. Ζουν κυρίως στην Ινδία και στην Αυστραλία. Ποδαργός της Παπουασίας.
* * *
-η, -ο / πόδαργος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πόδαργος
μεγαλόσωμο αιγοθηλόμορφο πτηνό τής Αυστραλίας και τής Ν. Γουινέας
αρχ.
1. αυτός που έχει λευκά πόδια ή, σύμφωνα με άλλη αρχαία ερμηνεία, γρήγορα πόδια
2. (ως κύριο ὁν.) Πόδαργος
ὁνομα ίππου τού Έκτορος και τού Μενελάου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἀργός «λευκός, γρήγορος» (πρβλ. κνήμ-αργος, χήλαργος). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή podako, ονομ. ενός βοδιού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πόδαργος — swift footed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόδαργος — swift footed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόδαργον — πόδαργος swift footed masc/fem acc sg πόδαργος swift footed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποδάργου — Πόδαργος swift footed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάργου — πόδαργος swift footed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποδάργους — Πόδαργος swift footed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάργους — πόδαργος swift footed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποδάργῳ — Πόδαργος swift footed masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδάργῳ — πόδαργος swift footed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόδαργε — Πόδαργος swift footed masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”